- κομπολακώ
- κομπολακῶ, -έω (Α)μιλώ με κομπασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λακῶ (δωρ. τ. τού ληκῶ) «ηχώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομπολακυθώ — κομπολακυθῶ, έω (Μ) [κομπολακύθης] κομπολακώ* … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek